πολιοκόρσης

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source

Greek (Liddell-Scott)

πολιοκόρσης: -ου, ὁ, = πολιοκρόταφος, Νικήτ. Χρον. 160Α.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που έχει γκρίζες τρίχες στους κροτάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + κόρση «κρόταφος»].

German (Pape)

ὁ, = πολιοκρόταφος, Nicet.