πολυαλγής

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαλγής Medium diacritics: πολυαλγής Low diacritics: πολυαλγής Capitals: ΠΟΛΥΑΛΓΗΣ
Transliteration A: polyalgḗs Transliteration B: polyalgēs Transliteration C: polyalgis Beta Code: polualgh/s

English (LSJ)

πολυαλγές, very painful, Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr. 1.112, Orph.H.67.2.

German (Pape)

[Seite 659] ές, sehr schmerzend, Orph. H. 66, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πολυαλγής: -ές, λίαν ἀλγεινός, Ὀρφ. Ὕμν. 66, 2, Χρησμ. Σιβ. 4. 9.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που προξενεί πολύ πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αλγής (< ἄλγος «πόνος»), πρβλ. βαρυαλγής].