πολυπόδης
From LSJ
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
English (LSJ)
πολυπόδου, ὁ, poet. πουλ-, = πολύπους, ἰχθῦς AP9.227 (Bianor), cf. Man.6.748.
German (Pape)
[Seite 669] ες, p. πουλυπόδης, = πολύπους, Bian. 2 (IX, 227), in poet. Form.
Russian (Dvoretsky)
πολυπόδης: ион. πουλυπόδης, ου ὁ Anth. = πολύπους II.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠπόδης: -ου, ὁ, ποιητ. πουλ-, = πολύπους, Ἀνθ. Π. 9. 227, κτλ.
Greek Monolingual
και επικ. τ. πουλυπόδης, ὁ, Α
το χταπόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. ορθοπόδης].
Greek Monotonic
πολῠπόδης: -ου, ὁ, ποιητ. πουλυ-, = πολύπους, σε Ανθ.
Middle Liddell
πολῠ-πόδης, ου, ποετ. πουλυ-, = πολύπους, = πολύπους, Anth.]