πολύγνωμος

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύγνωμος, -ον ΝΜΑ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει πολλές γνώμες
2. αυτός που έχει πολλές και διαφορετικές γνώμες πάνω σε ένα θέμα και δεν μπορεί να αποφασίσει, αναποφάσιστος («πάρε μια απόφαση, μην είσαι πολύγνωμος»)
αρχ.
πολυγνώμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γνωμος (< γνώμη < θ. γνω- του γιγνώσκω), πρβλ. διχό-γνωμος, ευθύ-γνωμος].