πολύξυλος
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
English (LSJ)
πολύξυλον, very woody, Sch.Il.11.155, Poll.6.171.
German (Pape)
[Seite 667] holzreich, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
πολύξῠλος: -ον, ὁ πλήρης ξύλων, δασώδης, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 155, Πολυδ. Ϛ΄, 171.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
πολύ ξυλώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ξυλος (< ξύλον), πρβλ. μονόξυλος, ολιγόξυλος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύξυλος -ον [πολύς, ξύλον] rijk aan bomen.