πολύξυλος

From LSJ

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύξῠλος Medium diacritics: πολύξυλος Low diacritics: πολύξυλος Capitals: ΠΟΛΥΞΥΛΟΣ
Transliteration A: polýxylos Transliteration B: polyxylos Transliteration C: polyksylos Beta Code: polu/culos

English (LSJ)

πολύξυλον, very woody, Sch.Il.11.155, Poll.6.171.

German (Pape)

[Seite 667] holzreich, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πολύξῠλος: -ον, ὁ πλήρης ξύλων, δασώδης, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 155, Πολυδ. Ϛ΄, 171.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
πολύ ξυλώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ξυλος (< ξύλον), πρβλ. μονόξυλος, ολιγόξυλος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύξυλος -ον [πολύς, ξύλον] rijk aan bomen.