πολύπλεκτος
From LSJ
English (LSJ)
πολύπλεκτον, = πολύπλοκος (tangled, with many convolutions, much-tangled) 1, ib.5.247; σειραί ib.26.106.
German (Pape)
[Seite 668] viel geflochten; Nic. Al. 224; Nonn. D. 5, 247.
Greek (Liddell-Scott)
πολύπλεκτος: -ον, = πολύπλοκος, Νόνν. Δ. 5. 247.
Greek Monolingual
ο / πολύπλεκτος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
κεφαλόποδο που έχει εκλείψει
αρχ.
ο πολύ πλεγμένος («πολύπλεκτοι σειραί», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πλεκτός (< πλέκω), πρβλ. σύμπλεκτος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύπλεκτος -ον [πολύς, πλέκω] gevlochten, verward.