πολύφυλος

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφῡλος Medium diacritics: πολύφυλος Low diacritics: πολύφυλος Capitals: ΠΟΛΥΦΥΛΟΣ
Transliteration A: polýphylos Transliteration B: polyphylos Transliteration C: polyfylos Beta Code: polu/fulos

English (LSJ)

πολύφυλον, consisting of many tribes, θνητοί Orph.H.62.3; epithet of Egypt, Timo 12.

German (Pape)

[Seite 676] von vielen Stämmen, Geschlechtern; Timon bei Ath. I, 22 d; Orph. H. 60, 2. 61, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφῡλος: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν φύλων ἢ φυλῶν συνιστάμενος, θνητοὶ Ὀρφ. Ὕμν. 60. 2· ὡς ἐπίθ. τῆς Αἰγύπτου, Τίμων παρ’ Ἀθην. 22D.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφυλος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που αποτελείται από πολλά φύλα, από πολλές φυλές
2. (για τόπους και χώρες) αυτός που κατοικείται από πολλές φυλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φυλος (< φῦλον), πρβλ. αλλόφυλος, ομόφυλος].