ποτικλύζω
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
Doric for προσκλύζω.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) προσκλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + κλύζω «περιβρέχω, πλημμυρίζω»].
Russian (Dvoretsky)
ποτῐκλύζω: дор. = προσκλύζω.