ποτιψαφίζομαι
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
Med., Dor. for προσψηφίζομαι, vote in addition, ἀγῶνα Melanges Glotz 290 (Delph., ii B.C.).
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) προσψηφίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + ψηφίζομαι (< ψῆφος/ ψᾱφος)].