προβατάρης

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ισσα, Ν
ποιμένας, ιδίως προβάτων, βοσκός, τσοπάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + κατάλ. -άρης (πρβλ. γελαδάρης)].