προβατοκάμηλος

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

η, Ν
λόγια ελληνική ονομασία του θηλαστικού λάμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + κάμηλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].