προεδρείο
From LSJ
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
Greek Monolingual
το, Ν πρόεδρος
1. το σύνολο τών προσώπων που προΐστανται σε μια συνέλευση ή σε άλλο σώμα («εξελέγη το νέο προεδρείο της Βουλής»)
2. η θέση, ο χώρος όπου κάθονται κατά τη συνέλευση ο πρόεδρος και τα υπόλοιπα μέλη του προεδρείου («η συνέλευση έπρεπε κανονικά να αρχίσει, αλλά το προεδρείο ήταν άδειο»).