προιάρι

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Greek Monolingual

και προιάριο και πριάρι το, Ν
υπόπλωτο και αβαθές πλοιάριο για αλιεία σε λιμνοθάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοιάριον (< πλοῖον), με αφομοιωτική τροπή του -λ- σε -ρ-].