ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
και προιάριο και πριάρι το, Ν
υπόπλωτο και αβαθές πλοιάριο για αλιεία σε λιμνοθάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοιάριον (< πλοῖον), με αφομοιωτική τροπή του -λ- σε -ρ-].