προκέλευθος

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκέλευθος Medium diacritics: προκέλευθος Low diacritics: προκέλευθος Capitals: ΠΡΟΚΕΛΕΥΘΟΣ
Transliteration A: prokéleuthos Transliteration B: prokeleuthos Transliteration C: prokelefthos Beta Code: proke/leuqos

English (LSJ)

προκέλευθον, conducting, ἡμέρα dub.l. in Stratt. 36; ἐμεῖο Mosch.2.151; χρεμέτισμα γάμου π. AP5.244 (Maced.); λαμπάδες Epigr.Gr.418.7 (Cyrene): abs., of persons, Nonn. D. 11.419.

German (Pape)

[Seite 730] vorläufig, τινός, Mosch. 2, 147.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui précède, précurseur.
Étymologie: πρό, κέλευθος.

Russian (Dvoretsky)

προκέλευθος: идущий впереди, предводительствующий (τινος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

προκέλευθος: -ον, προηγούμενος, πρόδρομος, προάγγελος, τινος Μόσχ. 2. 147· χρεμέτισμα γάμου πρ. Ἀνθ. Π. 5. 245· π. ἡμέρα Στράττις ἐν «Μυρμιδόσιν» 1· λαμπάδες Συλλ. Ἐπιγρ. 5172.

Greek Monotonic

προκέλευθος: -ον, πρόδρομος, τινος, σε Μόσχ.

Middle Liddell

προ-κέλευθος, ον,
conducting, τινος Mosch.