προκήρυξη

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source

Greek Monolingual

η / προκήρυξις, -ύξεως, ΝΑ προκηρύσσω
διακήρυξη, γνωστοποίηση μέσω κήρυκα, διαλάλημα, τελάλισμα
νεοελλ.
1. επίσημη δημόσια προαναγγελία που αναφέρεται σε μελλοντική ενέργεια (α. «προκήρυξη δημοπρασίας» β. «προκήρυξη διαγωνισμού»)
2. έντυπη ανακοίνωση πολιτικής, συνδικαλιστικής ή άλλης οργάνωσης που απευθύνεται συνήθως σε ορισμένους κύκλους παραληπτών («συνελήφθη επειδή μοίραζε επαναστατικές προκηρύξεις»)
3. (νομ.) αυτοδέσμευση με δημόσια δήλωση για καταβολή αμοιβής σε όποιον εκτελέσει μια ειδικά καθοριζόμενη πράξη.