προπαίρνω
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
ΝΜ
1. προκαταλαμβάνω κάποιον ενώ μιλάει, απαντώ προτού ολοκληρώσει τη σκέψη του
2. προϋπαντώ («και δεν προβάλλ' η λυγερή νά 'ρτει να με προπάρει», δημοτ. τραγούδι)
3. προλαβαίνω, κάνω κάτι πριν από οτιδήποτε άλλο
μσν.
επιτιμώ, αποπαίρνω κάποιον.