προσάθροισις
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
German (Pape)
[Seite 748] ἡ, Versammlung wohin, Schol. Thuc. 1, 82, Erkl. von προσαγωγή.
Greek (Liddell-Scott)
προσάθροισις: ἡ, ἄθροισις, «μάζευμα» εἴς τινα τόπον, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 82, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ προσαγωγή.
Greek Monolingual
-οίσεως, ἡ, ΜΑ προσαθροίζω
επιπρόσθετη άθροιση, συνάθροιση σε έναν τόπο.