προσανατολίζω

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346

Greek Monolingual

Ν
1. στρέφω κάτι προς την ανατολή
2. στρέφω, κατευθύνω κάτι προς ένα ορισμένο σημείο του ορίζοντα
3. συντελώ ώστε να λάβει κανείς τη σωστή κατεύθυνση
4. μτφ. κατατοπίζω κάποιον σχετικά με ένα ζήτημα, καθιστώ κάποιον ενήμερο
5. μέσ. προσανατολίζομαι
α) εντοπίζω τα σημεία του ορίζοντα του τόπου όπου βρίσκομαι, διαπιστώνω τη θέση μου μέσα στον χώρο
β) μτφ. στρέφω τις σκέψεις ή τις προσπάθειές μου σε ορισμένη κατεύθυνση («προσανατολίζομαι να αρχίσω μεταπτυχιακές σπουδές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ανατολή + κατάλ. -ίζω. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. orienter < orient «ανατολή», και μαρτυρείται από το 1843 στον Κωνσταντίνο Ασώπιο].