προσαναφεύγω

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαναφεύγω Medium diacritics: προσαναφεύγω Low diacritics: προσαναφεύγω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΦΕΥΓΩ
Transliteration A: prosanapheúgō Transliteration B: prosanapheugō Transliteration C: prosanafeygo Beta Code: prosanafeu/gw

English (LSJ)

withdraw, become displaced, Sor.2.50.

Greek Monolingual

Α
μετατοπίζομαι ή εκτοπίζομαι, αποσύρομαι ή αποχωρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναφεύγω «φεύγω προς τα πάνω, διαφεύγω, ξεφεύγω»].