προσαναφλέγω

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαναφλέγω Medium diacritics: προσαναφλέγω Low diacritics: προσαναφλέγω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΦΛΕΓΩ
Transliteration A: prosanaphlégō Transliteration B: prosanaphlegō Transliteration C: prosanaflego Beta Code: prosanafle/gw

English (LSJ)

light up, kindle besides, τὸ πῦρ ib.451: metaph., ἐπιθυμίας Id.2.240.

German (Pape)

[Seite 750] noch dazu entzünden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσαναφλέγω: ἀναφλέγω προσέτι, τὸ πῦρ Φίλων 1. 451.

Greek Monolingual

Α
1. αναφλέγω κάτι επί πλέον («προσαναφλέγουσι τὸ πῡρ», Φίλ.)
2. μτφ. διεγείρω, υποκινώ ακόμη περισσότερο («προσαναφλέγειν ἐπιθυμίας», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναφλέγω «καίω, εξάπτω, υποκινώ»].