προσαναφλέγω
From LSJ
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
English (LSJ)
light up, kindle besides, τὸ πῦρ ib.451: metaph., ἐπιθυμίας Id.2.240.
German (Pape)
[Seite 750] noch dazu entzünden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσαναφλέγω: ἀναφλέγω προσέτι, τὸ πῦρ Φίλων 1. 451.
Greek Monolingual
Α
1. αναφλέγω κάτι επί πλέον («προσαναφλέγουσι τὸ πῡρ», Φίλ.)
2. μτφ. διεγείρω, υποκινώ ακόμη περισσότερο («προσαναφλέγειν ἐπιθυμίας», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναφλέγω «καίω, εξάπτω, υποκινώ»].