προσγείωση

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. (αεροπ.) επάνοδος πτητικής μηχανής, λ.χ. αεροσκάφους, ή διαστημικού οχήματος, στο έδαφος της Γης, αλλ. προσεδάφιση στη Γη
2. προσέγγιση στη στεριά
3. μτφ. επαναφορά στην πραγματικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσγειώνω. Η λ., στον λόγιο τ. προσγείωσις, μαρτυρείται από το 1895 στον Ηλ. Κανελόπουλο].