προσελκύω
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
German (Pape)
[Seite 759] giebt aor. u. a. tempp. zu προσέλκω (s. ἑλκύω), προσέλκυσαι σὸν παῖδα, Eur. Hipp. 1432.
French (Bailly abrégé)
seul. au Moy. προσειλκυσάμην;
attirer à soi, acc..
Étymologie: πρός, ἑλκύω.
Greek Monolingual
Ν
1. έλκω προς το μέρος μου, τραβώ προς εμένα
2. φέρνω προς εμένα, φέρνω με το μέρος μου, δελεάζω, γοητεύω («προσελκύω οπαδούς»)
3. παρασύρω, συγκεντρώνω αποσπώ («ο γλαφυρός του λόγος προσείλκυσε το ενδιαφέρον όλων τών παρεβρισκομένων»).