προσεπιλαμβάνομαι
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Greek Monotonic
προσεπιλαμβάνομαι: μέλ. -λήψομαι — Μέσ., παίρνω μέρος μαζί με κάποιον άλλο σε κάποιο πράγμα, βοηθώ επιπλέον κάποιον σε κάτι, προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. -λήψομαι
Mid. to take part with another in a thing, to help one in a thing besides, προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου Hdt.