προσηλώνω
Greek Monolingual
προσηλῶ, προσηλόω, ΝΜΑ
1. στερεώνω με καρφιά, καρφώνω (α. «ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», Ακολ. Μεγ. Παρασκ.
β. «Καυκάσῳ προσηλωμένος», Λουκ.
γ. «τῷ τροχῷ προσηλῶσαι», Ευρ.)
2. μτφ. (σχετικά με το βλέμμα ή την προσοχή) κατευθύνω σταθερά και αποκλειστικά κάπου ή σε κάτι (α. «προσήλωσε το βλέμμα της επάνω του με απορία» β. «τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ἀπάγων καί τῷ θεῷ προσηλῶν», Ιωάνν. Χρυσ.)
3. μέσ. προσηλώνομαι και προσηλοῦμαι, -όομαι
προσέχω εντατικά, αφοσιώνομαι, αφιερώνομαι εντελώς σε κάτι, απορροφώμαι από αυτό (α. «ώς το τέλος έμεινε προσηλωμένος στο καθήκον του» β. «προσηλωμένος στο πρόβλημα της ζωής και του θανάτου», Παπαντ.
γ. «ψυχὴ ἐὰν μῂ ἔχῃ τὴν πλάστιγγα τῶν λογισμῶν... προσηλωμένην ἀσφαλῶς τῷ νόμῳ τοῦ θεοῦ», Ιωάνν. Χρυσ.)
μσν.-αρχ.
1. καρφώνω σε σταυρό, σταυρώνω
2. καρφώνω σε σανίδα
3. φράζω τελείως καρφώνοντας σανίδες («τὰ παρασκήνια φράττων, προσηλῶν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἡλῶ, -όω (< ἧλος «καρφί»)].