προσκατακλείω
From LSJ
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
English (LSJ)
shut up besides, Hsch. s.v. κατακυνῶν:—aor. Pass. -κατεκλείσθην Aesop.349b.
French (Bailly abrégé)
fermer en outre.
Étymologie: πρός, κατακλείω.
Russian (Dvoretsky)
προσκατακλείω: сверх того запирать Aesop.
Greek (Liddell-Scott)
προσκατακλείω: κατακλείω προσέτι, Ἡσύχ. ἐν λ. κατακυνῶν· ― παθ. ἀόρ. -κατεκλείσθην Αἴσωπ. 187 ἔκδ. Furia.
Greek Monolingual
ΜΑ κατακλείω
σφίγγω ακόμη περισσότερο τον κλοιό.
Greek Monotonic
προσκατακλείω: κλειδώνω κάτι καλά, σφαλίζω· Παθ. αόρ. αʹ -κατεκλείσθην, σε Αίσωπ.