προσπέφτω
From LSJ
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
Greek Monolingual
Ν
1. πέφτω στα πόδια κάποιου για να τον παρακαλέσω, ικετεύω, εκλιπαρώ κάποιον γονατιστός («μήτε πρόσπεσα στον ήσκιο σου και για να σού δεηθώ», Παλαμ.)
2. συνεκδ. παραδέχομαι το σφάλμα μου και ζητώ συγγνώμη ταπεινωμένος, ταπεινώνομαι μπροστά σε κάποιον.