προσπορισμός

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

German (Pape)

[Seite 779] ὁ, das Zuerwerben, das Zuerworbene, Sp., vom peculium der Sklaven.

Greek Monolingual

ο, Ν προσπορίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσπορίζω, η επί πλέον απόκτηση, η πρόσκτηση.