προσυπαντώ

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
1. συναντώ κάποιον ακόμη
2. εξακολουθώ να πορεύομαι για να συναντήσω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὑπαντῶ «πορεύομαι προκειμένου να συναντήσω κάποιον, απαντώ κάποιον»].