προϋποφεύγω
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
escape secretly before, Suid.s.v. διώκειν.
German (Pape)
[Seite 795] (s. φεύγω), vorher heimlich fliehen, Suid. v. διώκειν.
Greek (Liddell-Scott)
προϋποφεύγω: φεύγω κρυφίως πρότερον, Σουΐδ. ἐν λ. διώκειν.