προώνυμος

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προώνῠμος Medium diacritics: προώνυμος Low diacritics: προώνυμος Capitals: ΠΡΟΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: proṓnymos Transliteration B: proōnymos Transliteration C: proonymos Beta Code: prow/numos

English (LSJ)

προώνυμον, called by a name previously, Nonn. D. 17.397.

German (Pape)

[Seite 801] mit Vornamen, Sp., wie Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

προώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων προωνύμιον, Νόνν. Δ. 17. 397, Εὐαγγ. κ. Ἰω. 9. 7.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(στους Ρωμαίους) αυτός που έχει προωνύμιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. παρ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].