πρωτοκλέφτης

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. πρωτοκλέφτρα, Ν
1. (στην τουρκοκρατία) ο αρχηγός, ο καπετάνιος τών κλεφτών
2. κλέφταρος, αρχικλέφτης.