πρωτοστολιστής

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοστολιστής Medium diacritics: πρωτοστολιστής Low diacritics: πρωτοστολιστής Capitals: ΠΡΩΤΟΣΤΟΛΙΣΤΗΣ
Transliteration A: prōtostolistḗs Transliteration B: prōtostolistēs Transliteration C: protostolistis Beta Code: prwtostolisth/s

English (LSJ)

πρωτοστολιστοῦ, ὁ, chief of the στολισταί, PGrenf.1.44 ii 2 (ii B.C.), CIG4945 (Philae, v A.D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοστολιστής: -οῦ, ὁ, ὁ πρῶτος τῶν στολιστῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 4945, 4946.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο αρχηγός τών στολιστών, τών ατόμων που στόλιζαν τα αγάλματα τών θεών ή φύλαγαν τις ιερές ενδυμασίες ή τα ιερά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + στολίζω.