πυγίδιον

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡγίδιον Medium diacritics: πυγίδιον Low diacritics: πυγίδιον Capitals: ΠΥΓΙΔΙΟΝ
Transliteration A: pygídion Transliteration B: pygidion Transliteration C: pygidion Beta Code: pugi/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of πυγή, Ar.Ach.638, Eq.1368.

German (Pape)

[Seite 813] τό, dim. von πυγή, kleiner, magerer Steiß, Ar. Ach. 613 Equ. 1365.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de πυγή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυγίδιον -ου, τό [πυγή] bil.

Russian (Dvoretsky)

πῡγίδιον: (ῐδ) τό Arph. demin. к πυγή.

Greek (Liddell-Scott)

πῡγίδιον: τὸ, ὑποκορ. τοῦ πυγή, λεπτὴ πυγή, ἰσχνὰ ὀπίσθια, Ἀριστοφ. Ἀχ. 638, Ἱππ. 1368.

Greek Monotonic

πῡγίδιον: τό, υποκορ. του πυγή, μικρά οπίσθια, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

πῡγίδιον, ου, τό, [Dim. of πυγή
a thin rump, Ar.