πυόρροια

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠόρροια Medium diacritics: πυόρροια Low diacritics: πυόρροια Capitals: ΠΥΟΡΡΟΙΑ
Transliteration A: pyórroia Transliteration B: pyorroia Transliteration C: pyorroia Beta Code: puo/rroia

English (LSJ)

ἡ, discharge of matter, Dsc.5.113.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
εκροή πύου σε μεγάλη ποσότητα («φατνιακή πυόρροια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυορροῶ. Η λ. ως νεοελλ. επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pyorrhea].

German (Pape)

[ῡ], ἡ, Eiterfluß, Medic.