ράζω
From LSJ
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
Greek Monolingual
Α
1. (για σκύλο) γρυλίζω ή γαυγίζω
2. μτφ. (για πρόσ.) φωνάζω δυνατά εναντίον κάποιου, εναντιώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί με ονοματοποιία όπως και τα συνώνυμα του ρύζω και ἀράζω (II)].