ρέθος
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
Greek Monolingual
-εος, τὸ, Α
1. το πρόσωπο («ῥέθος ἀελίω δεῖξον», Ευρ.)
2. το σώμα
3. πληθ. τὰ ῥέθη
τα μέλη του σώματος («ψυχὴ δ' ἐκ ῥεθέων πταμένη», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ῥέθος απαντά αρχικά στην αιολ. λυρική ποίηση με τη σημ. «πρόσωπο» και με αυτήν τη σημ. χρησιμοποιήθηκε και στην τραγική ποίηση, αλλά και στο ομηρικό κείμενο στους στ. Π 856 και Χ 362. Η χρήση, όμως, του τ. ῥεθος στον στ. Χ 68 ἐπεὶ κέ τις ὀξέι χαλκῷ τύψας ἠέ βαλὼν ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἕληται οδήγησε ορισμένους μελετητές στην υπόθεση ότι ο τ. ῥέθεα έχει τη σημ. «μέλη του σώματος». Ωστόσο, το χωρίο αυτό είναι γραμμένο από κάποιον πολύ μεταγενέστερο ραψωδό, ο οποίος, μη γνωρίζοντας τη σημ. της αιολ. αυτής λ., τήν θεώρησε ως συνώνυμη της λ. μέλος. Η σύγχυση αυτή προκλήθηκε λόγω τών ομοιοτήτων που παρουσίαζαν οι στίχοι: ὦκα δὲ θυμὸς ᾤχετ' ἀπὸ μελέων (Ν 671) και ψυχή δ' ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδόσδε βεβήκει (Π 85β), όπου η λ. θυμός αντιστοιχεί με τη λ. ψυχή, οπότε και ο τ. ῥεθέων θεωρήθηκε ισοδύναμος προς το μελέων. Τέλος, οι συνδέσεις της λ. ῥέθος με το αρχ. ινδ. vardhati «μεγαλώνω, αυξάνομαι» ή με τους τ. ῥίς και ῥέω δεν θεωρούνται πιθανές].