ροδοειδής

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
όμοιος με ρόδο, με το χρώμα του ρόδου'
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥοδοειδές
ονομασία φαρμάκων για την κατάπαυση της ρινορραγίας.
επίρρ...
ῥοδοειδῶς Μ
σαν ρόδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -ειδής)].