Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ροδομύριστος

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που μυρίζει σαν ρόδο, που αναδίδει άρωμα τριαντάφυλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + μυριστός (< μυρίζω), πρβλ. ανθο-μύριστος, μοσχο-μύριστος].