ροθέω

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=κάνω θόρυβο). Ἀπό τό ρόθος (=πάταγος) πού εἶναι λέξη ἠχοποιημένη ἀπό τό θόρυβο τῶν κυμάτων. Παράγωγα ἀπό τό ρόθος: ροθιάζω (=κωπηλατῶ), ρόθιος (=ὁρμητικός), τά ρόθια (=κύματα), ροθιάς (=αὐτή πού κάνει πάταγο).