σέλινο
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
Greek Monolingual
σέλινο, το / σέλινον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σέλιννον Α
κοινή, σήμερα, ονομασία δύο ποικιλιών του φυτού Αpium graveolens του γένους Άπιο της οικογένειας απιίδες ή σκιαδοφόρα, οι οποίες καλλιεργούνται η μία για τα εδώδιμα φύλλα της που τρώγονται ως λαχανικό ή χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα και η άλλη για τη διογκωμένη ρίζα της που έχει την ίδια γεύση και το ίδιο άρωμα και χρησιμοποιείται κατά τον ίδιον τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ή λ. που προέρχεται από το προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα (πρβλ. κύμινον, ῥητίνη). Ο τ. μαρτυρείται ήδη από τη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. serino). Από τη λ. σέλινον παράγεται το τοπωνύμιο Σελινοῦς με κατάλ. -οῦς / -οῦσσα, συνηρημένη μορφή της κατάλ. -όεις, -όεσσα (πρβλ. Οἰνοῦς)].
Translations
celery
Abkhaz: асона; Afrikaans: seldery; Albanian: selino; Arabic: كَرَفْس; Egyptian Arabic: كرفس; Hijazi Arabic: كرَفس; Moroccan Arabic: كرافس; Armenian: նեխուր, կարոս; Azerbaijani: kərəviz; Belarusian: салера, сельдэрэй; Bulgarian: целина, керевиз; Catalan: api; Chinese Cantonese: 西芹, 芹菜; Mandarin: 芹菜; Cree: kaspipakwa; Czech: celer; Danish: selleri; Dutch: selderij, selderie, selder; Esperanto: celerio; Estonian: seller; Faroese: sellarí; Finnish: selleri; French: céleri; Galician: apio; Georgian: ნიახური; German: Sellerie; Greek: σέλινο; Ancient Greek: σέλινον; Mycenaean: 𐀮𐀪𐀜; Greenlandic: selleri; Hawaiian: kelaki, kalelē; Hebrew: כַּרְפַּס, סֶלֶרִי; Hindi: अजमोद; Hungarian: zeller, szárzeller; Icelandic: sellerí; Ido: celerio; Indonesian: seledri; Interlingua: seleri; Irish: soilire; Italian: sedano; Japanese: セロリ; Kazakh: балдыркөк; Korean: 셀러리, 샐러리; Kurdish Northern Kurdish: kerefs; Kyrgyz: сельдерей; Lao: ຜັນເຊເລຣີ; Latin: apium; Latvian: selerija; Lithuanian: salieras; Low German: Selleree; Macedonian: целер; Malay: saderi, seladeri, daun sup; Malayalam: അയമോദകം; Maltese: karfus; Maori: tūtaekōau, harere, herewī; Mingrelian: სონა; Mongolian: селөдерей, майлз; Navajo: hazaʼaleehtsoh; Neapolitan: accio; Norman: céléri; Norwegian: selleri; Occitan: api; Ossetian: маламар; Persian: کرفس; Polish: seler, seler naciowy; Portuguese: aipo; Romanian: țelină; Romansch: sellerin; Russian: сельдерей; Sardinian: àppiu, àpiu; Scottish Gaelic: soilire; Serbo-Croatian Cyrillic: целер; Roman: celer; Sicilian: accia; Slovak: zeler; Slovene: zelena; Sorbian Lower Sorbian: měrik, selerij; Spanish: apio; Swedish: selleri; Tagalog: kintsay, apyo; Tajik: карафс; Tatar: сельдерей; Thai: เซเลรี่; Tocharian B: ajamot; Turkish: kereviz; Turkmen: seldereý; Ukrainian: селера, салера; Uyghur: چىڭسەي; Uzbek: selderey; Vietnamese: cần tây; Volapük: sälärid; Walloon: celeri; Yiddish: סעלעריע