σακηφόρος

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰκηφόρος Medium diacritics: σακηφόρος Low diacritics: σακηφόρος Capitals: ΣΑΚΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: sakēphóros Transliteration B: sakēphoros Transliteration C: sakiforos Beta Code: sakhfo/ros

English (LSJ)

ὁ, = σακκοφόρος 1, Διονύσου.. σ. μύσται Supp.Epigr. 4.522 (Ephesus, ii A.D.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
λάτρης θεότητας («Διονύσου... σακηφόροι μύσται», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος / σάκκος + -φόρος. Ο τ. αντί σακκοφόρος, για μετρικούς λόγους].