σαλαγώ
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Greek Monolingual
σαλαγῶ, -έω, ΝΑ, και σαλαγάω Ν
1. (αμτβ.) (για πλήθος ανθρώπων ή για αγέλη ζώων) αναδίδω υπόκωφη βοή
2. (μτβ.) οδηγώ τα βοσκήματα στην βοσκή ή στην στάνη με δυνατές φωνές («τα πρόβατα στής ρεματιάς το πλάι σαλαγώντας», Κρυστ.)
αρχ.
1. κροτώ ή βουίζω
2. βατεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος + ουρανικό ένθημα -αγ- (πρβλ. σέλας: σελαγῶ). Για το ζεύγος σαλαγῶ: σαλάσσω, πρβλ. παταγῶ: πατάσσω)].