σαλιγκάρι
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Greek Monolingual
και σαλιγγάρι, το, Ν
κοινή ονομασία τών γαστερόποδων μαλακίων και ειδικότερα όσων φέρουν σπειροειδές κέλυφος, ονομασία που, συνήθως, αναφέρεται, στα χερσαία πνευμονοφόρα γαστερόποδα, γνωστότερα από τα οποία είναι τα εδώδιμα και μεγάλης οικονομικής σημασίας είδη του γένους έλιξ και στα οποία αναφέρεται επίσης η λόγια ονομασία κοχλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιαλικός (< σίαλον), πρβλ. σάλιαγκας].