σαμβαλούχη

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαμβᾰλούχη Medium diacritics: σαμβαλούχη Low diacritics: σαμβαλούχη Capitals: ΣΑΜΒΑΛΟΥΧΗ
Transliteration A: sambaloúchē Transliteration B: sambalouchē Transliteration C: samvaloychi Beta Code: sambalou/xh

English (LSJ)

ἡ, shoe-case, Herod.7.19; also σαμβαλουχίς, ίδος, ἡ, ib.53.

Greek Monolingual

ἡ, Α
θήκη κατάλληλη για την τοποθέτηση ή για την φύλαξη σανδάλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάμβαλον, αιολ. τ. του σάνδαλον + -ούχη (< -οῦχος < ἔχω)].