σαρδῖνος
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ὁ, = σαρδίνη.
German (Pape)
[Seite 862] ὁ, = Vorigem, Ath. VII, 328 f, = χαλκίς.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sardine, sardinelle, poissons.
Étymologie: σάρδα.
Greek Monolingual
ὁ, Α
η σαρδίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. σάρδα με επίθημα -ῖνος, το οποίο απαντά και σε άλλα ονόματα ψαριών (πρβλ. κεστρῖνος, κορακῖνος, σαργῖνος), βλ. και λ. σάρδα.
Russian (Dvoretsky)
σαρδῖνος: ὁ предполож. сардина Arst.