σειρίαση

From LSJ

ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking

Source

Greek Monolingual

η / σειρίασις, -άσεως, ΝΜΑ, και σιρίασις Α σειριῶ
βαριά μορφή ηλίασης
νεοελλ.
1. απότομη προσβολή από νόσο, την οποία απέδιδαν, παλαιότερα, στον αστέρα Σείριο
2. (για ζώο) απότομη εξάντληση.