σιτοπράτης

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d

German (Pape)

[Seite 886] ὁ, = σιτοπώλης, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, = σιτοπώλης, Ποιητὴς παρὰ Wernsd. εἰς Φιλῆν σ. 36, Τζέτζ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
σιτοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + πράτης «πωλητής» (πρβλ. ἀρτοπράτης)].