σκάρφος

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάρφος Medium diacritics: σκάρφος Low diacritics: σκάρφος Capitals: ΣΚΑΡΦΟΣ
Transliteration A: skárphos Transliteration B: skarphos Transliteration C: skarfos Beta Code: ska/rfos

English (LSJ)

v. κάρφος.

Greek Monolingual

-ους, τὸ, Α
δ. γρφ. του κάρφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γρφ. αντί κάρφος (< ρίζα skerbh
«κάμπτω, καμπουριάζω»)].