σκαντζόχοιρος

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source

Greek Monolingual

σκαντζόχοιρος και σκατζόχειρος και σκαντζόχερος και σκαντζόχερας, ο, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία του γένους εντομοφάγων, κυρίως, θηλαστικών erinaceus της οικογένειας erinaceidae, τα άτομα του οποίου φέρουν στη ράχη βελόνες αντί τριχώματος και έχουν την ικανότητα να συσφαιρώνονται προβάλλοντας έτσι αποτελεσματική αντίσταση στον εχθρό τους
2. μτφ. (για πρόσ.) δασύτριχο άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το αρχ. ἀκανθόχοιρος.