οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself
και σκαΐλα, η, Ν1. πολύ μεγάλη στενοχώρια, λύπη, δυσαρέσκεια2. φρ. «σκασίλα μου!» ή «σκασίλα που μ' έφαγε!» ή «είχα μια σκασίλα!»ειρων. δεν μέ νοιάζει καθόλου, δεν δίνω δεκάρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάση + κατάλ. -ίλα (πρβλ. μαυρίλα)].